- ανάριθμος
- -η, -ο (Α ἀνάριθμος, -ον και ποιητ. ἀνήριθμος, -ον) [αριθμός]1. αναρίθμητος, αμέτρητος, άπειρος2. αυτός που δεν έχει αριθμό, δεν έχει αριθμηθείαρχ.1. ο δίχως μέτρο, δίχως όριο2. ο μη υπολογίσιμος, ασήμαντος.
Dictionary of Greek. 2013.